- Λακωνικοῦ
- ΛακωνικόςLaconian shoesmasc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λακωνικοῦ — Λακωνικός Laconian shoes masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Λακωνίας, νομός — Διοικητική διαίρεση (3.636 τ. χλμ., 99.637 κάτ.) της περιφέρειας Πελοποννήσου. Καλύπτει την ιστορική και γεωγραφική περιοχή της νοτιοανατολικής Πελοποννήσου, που είναι γνωστή ως Λακωνία και Λακωνική. Ο ν.Λ. συνορεύει στα Β με τον νομό Αρκαδίας,… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
δαιμονιά — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 100 μ., 369 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα Δ της χερσονήσου του Έλους, προς την ακτή του Λακωνικού κόλπου, στον όρμο της Ξυλής. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Ασωπού. Μέχρι το… … Dictionary of Greek
καραβοστάσι — Ονομασία τριών οικισμών. 1. Οικισμός (389 κάτ.) του νομού Θεσπρωτίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Πέρδικας. 2. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ., 26 κάτ.) στην πρώην επαρχία Επιδαύρου Λιμηράς του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στο νοτιοανατολικό… … Dictionary of Greek
κρυπτεία — Αστυνομικό σώμα της αρχαίας Σπάρτης. Κύρια αποστολή του ήταν ο έλεγχος των ειλώτων και είχε θεσπιστεί με νόμο από τον Λυκούργο. Η υπηρεσία αυτή επανδρωνόταν σε ετήσια βάση από νεαρούς Σπαρτιάτες, οι οποίοι διορίζονταν από τους έφορους. Οι νέοι… … Dictionary of Greek
κώθωνας — ο (Α κώθων, ωνος) μεταλλικό σκεύος για το πρωινό ρόφημα τών ναυτών αρχ. 1. είδος λακωνικού ποτηριού με μικρές λαβές και παχύ στόμιο που χρησιμοποιούσαν οι στρατιώτες και οι ναύτες 2. συμπόσιο, ευωχία 3. κῶθος*. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Ο τ.… … Dictionary of Greek
σύνταγμα — (Νομ.). Η λέξη Σ. έχει δύο έννοιες: την ουσιαστική, που αναφέρεται στο περιεχόμενο του συντάγματος και την τυπική, που αφορά την εξωτερική μορφή του, το κείμενο. Κατά την ουσιαστική έννοια, Σ. είναι το σύνολο των κανόνων (νομικών), οι οποίοι από… … Dictionary of Greek
Ασωπός — I Ποτάμιος θεός, προσωποποίηση των ομώνυμων ποταμών στη Βοιωτία, τη Σικυώνα και τη Φλιασία. Σύμφωνα με τη μυθολογία, ήταν γιος του Ποσειδώνα και της Πηρούς ή του Δία και της Ευρυνόμης ή του Ωκεανού και της Τηθύος. Από τον γάμο του με τη Μετώπη,… … Dictionary of Greek
Γύθειο — Παράλια κωμόπολη (υψόμ. 10 μ., 4.489 κάτ.) του νομού Λακωνίας. Αποτελεί έδρα του ομώνυμου δήμου, καθώς και λιμάνι στον δυτικό μυχό του Λακωνικού κόλπου· είναι χτισμένο στους πρόποδες του χαμηλού βουνού Κούμαρος. Το Γ. είναι αρχαιότατος οικισμός.… … Dictionary of Greek